- θησαυροφύλακες
- θησαυροφύλαξtreasurermasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελληνοταμίαι — ἑλληνοταμίαι, οι (Α) οι θησαυροφύλακες τών θησαυρών τής Δήλου … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Φέργκισον, Γουίλιαμ Σκοτ — (Ferguson, Μάρσφιλντ 1875 – Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη 1954). Καναδός ιστορικός. Ήταν καθηγητής της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας (1906 8) και του Χάρβαρντ (1912 45). Οι μελέτες του αναφέρονται αποκλειστικά στην πολιτική και οικονομική… … Dictionary of Greek